κατάπληχτος

κατάπληχτος
-η, -ο
εκστατικός, έκθαμβος, σαστισμένος: Έμεινα κατάπληχτος, όταν το άκουσα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”